- δυστύχημα
- τοπάθημα σοβαρό, δυσάρεστο συμβάν, καταστροφή, ατύχημα: Οι γονείς τους σκοτώθηκαν σε αεροπορικό δυστύχημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δυστύχημα — piece of ill luck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστύχημα — το (AM δυστύχημα) ατύχημα, κακοτυχία νεοελλ. θάνατος αρχ. στρατιωτική καταστροφή … Dictionary of Greek
δυστύχημ' — δυστύχημα , δυστύχημα piece of ill luck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχημάτων — δυστύχημα piece of ill luck neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήμασι — δυστύχημα piece of ill luck neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήμασιν — δυστύχημα piece of ill luck neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήματα — δυστύχημα piece of ill luck neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήματι — δυστύχημα piece of ill luck neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήματος — δυστύχημα piece of ill luck neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γκαγκάριν, Γιούρι Αλεξέγεβιτς — (Yury Alekseyevich Gagarin, Γκζατσκ1934 – 1968). Σοβιετικός κοσμοναύτης. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πραγματοποίησε διαστημική πτήση (1961). Σπούδασε αρχικά τεχνικός μεταλλουργίας, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στην αεροπορική λέσχη του… … Dictionary of Greek